-
1 обувь
обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ* * *жτα υποδήματα, τα παπούτσιαде́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια
же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια
рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια
спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ
-
2 обувь
-и θ.υπόδημα, παπούτσι, -ια•кожаная обувь δερμάτινα παπούτσια•
летняя обувь καλοκαιρινά παπούτσια•
спортивная обувь αθλητικά παπούτσια•
валяная обувь τσόχινα παπούτσια•
мужская обувь ανδρικά παπούτσια•
женская обувь γυναικεία παπούτσια•
детская обувь παιδικάπαπούτσια.
-
3 обувь
обувьж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα. -
4 обуться
-
5 переобувать
переобуватьнесов, переобуть сов ἀλλάζω παπούτσια:\переобувать боти́ики ἀλλάζω τά παπούτσια \переобуваться βάζω ἀλλα παπούτσια, ἀλλάζω παπούτσια -
6 бутсы
-
7 гуталин
-
8 жать
I жать II θερίζω II жать Ι 1) (сжимать) σφίγγω" \жать руку σφίγγω το χέρι 2) (быть тесным) στενεύω, σφίγγω туфли мне жмут με σφίγγουν τα παπούτσια* * *I1) ( сжимать) σφίγγωжать ру́ку — σφίγγω το χέρι
2) ( быть тесным) στενεύω, σφίγγωIIту́фли мне жмут — με σφίγγουν τα παπούτσια
-
9 малый
малый 1) μικρός 2) тк. кратк. ф.: туфли мне малы τα παπούτσια μου είναι μικρά* * *1) μικρός2) т.к. кратк. ф.ту́фли мне малы́ — τα παπούτσια μου είναι μικρά
-
10 пара
пара ж το ζευγάρι, το ζεύγος· \пара ботинок ένα ζευγάρι παπούτσια· супружеская \пара το ζευγάρι, το αντρόγυνο* танцевальная \пара το χορευτικό ζευγάρι* * *жτο ζευγάρι, το ζεύγοςпа́ра боти́нок — ένα ζευγάρι παπούτσια
супру́жеская па́ра — το ζευγάρι, το αντρόγυνο
танцева́льная па́ра — το χορευτικό ζευγάρι
-
11 переобуваться
-
12 тесный
тесный στενός, στενόχωρος; \тесныйая обувь τα στενά (или μικρά) παπούτσια* * *στενός, στενόχωροςте́сная о́бувь — τα στενά ( или μικρά) παπούτσια
-
13 туфли
туфли ж мн. τα παπούτσια· домашние \туфли οι παντούφλες* * *ж мн.τα παπούτσιαдома́шние ту́фли — οι παντούφλες
-
14 чистить
чистить 1) καθαρίζω; βουρτσίζω (щёткой)' \чистить ботинки λουστράρω τα παπούτσια; \чиститьплатье βουρτσίζω το φόρεμα; \чистить зубы καθαρίζω τα δόντια 2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω* * *1) καθαρίζω; βουρτσίζω ( щёткой)чи́стить боти́нки — λουστράρω τα παπούτσια
чи́стить пла́тье — βουρτσίζω το φόρεμα
чи́стить зу́бы — καθαρίζω τα δόντια
2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω -
15 щётка
щётка ж η βούρτσα· зубная \щётка η οδοντόβουρτσα; \щётка для обуви η βούρτσα για τα παπούτσια* * *жη βούρτσαзубна́я щётка — η οδοντόβουρτσα
щётка для о́буви — η βούρτσα για τα παπούτσια
-
16 вытоптать
-пчу, -пчешь, ρ.σ.μ.1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ•вытоптать посевы καταπατώ τα σπαρτά.
|| ανοίγω δρόμο με πατήματα.2. (απλ.) λερώνω με ακάθαρτα παπούτσια•вытоптать пол λερώνω το πάτωμα με ακάθαρτα παπούτσια.
-
17 обувь
τα υποδήματα (πλ.), (туфли) τα παπούτσια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обувь
-
18 ботинки
-
19 великий
великий 1) μέγας, μεγάλος 2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλος· ботинки мне вели ки μου είναι μεγάλα τα πα πούτσια* * *1) μέγας, μεγάλος2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλοςботи́нки мне велики́ — μου είναι μεγάλα τα παπούτσια
-
20 разувать
См. также в других словарях:
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] … Dictionary of Greek
παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») … Dictionary of Greek
Зеи, Алки — Алки Зеи греч. Άλκη Ζέη, Афины 1925) современная греческая детская писательница. Биография Алки Зеи родилась в Афинах в 1925 году. Её отец был родом с острова Крит, мать родом с острова Самос.Зеи прожила свои детские годы на… … Википедия
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
καλαπόδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 751 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταλάντης. * * * το (AM καλαπόδιον, Μ και… … Dictionary of Greek
παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek